-
1 κέαρ
1 heart as seat of the feelings.θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.22
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.102
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς of Kassandra Πα. 8A. 11. -
2 κλάζω
A (lyr.): [tense] aor.1ἔκλαγξα Il.1.46
, A. Ag. 201 (lyr.): [tense] aor.2ἔκλᾰγον h.Pan.14
, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: [tense] pf.κέκλαγγα X.Cyn.3.9
, 6.23; subj. ; [dialect] Dor.κέκλᾱγα Alcm.7
; part. κεκληγώς, pl.κεκλήγοντες Il.17.756
, - ῶτες v.l.ib. 16.430,κεκλαγώς Plu.Tim.26
:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλάγξομαι Ar.V. 930
:— make a sharp piercing sound:1 of birds, scream, οὐκ ἴδον.., ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ)ἄκουσαν Il.10.276
; of starlings and daws,οὖλον κεκλήγοντες 17.756
, etc.;γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op. 449
; of the eagle, Il.12.207, S.Ant. 112 (lyr.), cf. OT 966, etc.2 of dogs, bark, bay,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30
, cf. Ar.V. 929, X.ll.cc., etc.3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle,ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46
; of the wind, whistle,αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408
; of wheels, creak, A. Th. 205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib. 386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ.. ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar,ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127
; of the musician, (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).4 of men, shout, scream,ὀξέα κεκληγώς Il.2.222
, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth,κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.); (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; alsoἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20
.5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ.. μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag. 201 (lyr.); Ζῆνα.. ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib. 174 (lyr.). -
3 κλάζω
1 cry out of prophecy (v. Fraenkel on Agam. 156.) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ, καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων of Kassandra? Πα. 8A. 10. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ fr. 169. 34. in tmesis, “ ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν” v.ἐπικλάζω P. 4.23
-
4 στοναχά
1 groanθερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς N. 10.75
ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 12. ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται Δ. 2. 12. -
5 ἄφαρ
1 at once, immediatelyπέμπε δράκοντας ἄφαρ N. 1.40
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν sc. Apollo, by slaying Achilles Πα... ἔκλαγξέ θ' ἱερ[]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 13. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκ- τόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (supp. Lobel) fr. 169. 26. -
6 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
7 ὀλοός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский